- κουρητισμός
- κουρ-ητισμός, ὁ,A armed dancing, of the rites of the Salii, D.H.2.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κουρητισμός — κουρητισμός, ὁ (Α) [Κουρήτες] ο χορός τών Κουρήτων … Dictionary of Greek
κουρητισμός — armed dancing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)